στενοχώρια

στενοχώρια
η / στενοχωρία, ΝΜΑ, και στεναχώρια και σταναχώρια Ν, και ιων. τ. στενοχωρίη Α [στενόχωρος]
1. στενότητα χώρου, ανεπαρκής χώρος, σε αντιδιαστολή με την ευρυχωρία
2. μτφ. α) ψυχική αδιαθεσία, θλίψη (α. «αρρώστησε από τη στενοχώρια του» β. «ὅσα ἔδωκέ σοι ἐν τῇ στενοχωρίᾳ σου», ΠΔ)' β) δυσχέρεια, δυσκολία (α. «βρίσκεται σε μεγάλη [οικονομική] στενοχώρια» β. «ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις», ΚΔ)
3. έλλειψη, ανάγκη
νεοελλ.
έγνοια, σκοτούρα («έχει πολλές στενοχώριες τελευταία»)
αρχ.
1. (σχετικά με θάλασσα ή γη) έλλειψη χώρου
2. δυσχέρεια που οφείλεται σε στενότητα χώρου («οὐ δυνάμενος συμμεῑξαι πρὸς τὸν Ἱπποκράτη διὰ τὴν στενοχωρίαν τοῡ ποταμοῡ», Ξεν.)
3. φρ. «στενοχωρία τοῡ βίου» — η βραχύτητα τού υπόλοιπου διαστήματος μιας ζωής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στενοχωρία — στενοχωρίᾱ , στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc/acc dual στενοχωρίᾱ , στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώρια — στενοχώρια, η και στεναχώρια, η 1. δυσφορία, θλίψη: Δεν μπόρεσε να κρύψει τη στενοχώρια του. 2. δυσχέρεια: Βρίσκεται σε μεγάλες στενοχώριες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στενοχωρίᾳ — στενοχωρίαι , στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc pl στενοχωρίᾱͅ , στενοχωρία narrowness of space fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωρίας — στενοχωρίᾱς , στενοχωρία narrowness of space fem acc pl στενοχωρίᾱς , στενοχωρία narrowness of space fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωρίαι — στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc pl στενοχωρίᾱͅ , στενοχωρία narrowness of space fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωρίαν — στενοχωρίᾱν , στενοχωρία narrowness of space fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωριῶν — στενοχωρία narrowness of space fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωρίαις — στενοχωρία narrowness of space fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωρίη — στενοχωρία narrowness of space fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωρίην — στενοχωρία narrowness of space fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”